εκατόν πέντε χρόνια μετά την καταστολή του ξεσηκωμού του
illinden [1903], οι μακεδόνες πληρώνουν [ακόμα] τα σπασμένα μιας ασταθούς εκκίνησης: της διαδικασίας της εθνικής τους συγκρότησης.
φωτό: οθωμανικά αντίποινα αμέσως μετά την εξέγερση.
*
Αυτοί εδώ οι χωριάτες, που τη γλώσσα τους την καταλαβαίνουν περίφημα κι οι Βούλγαροι κι οι Σέρβοι, αντιπαθούν τους πρώτους γιατί τους πήρανε τα παιδιά τους στο στρατό. Μισούν τούς δεύτερους που τους κακομεταχειρίζονται για Βουλγάρους. Και κοιτάνε με αρκετά συμπαθητική περιέργεια εμάς τους περαστικούς Ρωμιούς, επειδή είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υπήκοοι τού Πατρίκ,δηλαδή του "Ορθόδοξου Πατριάρχη της Πόλης" [...]. Ωστόσο, δεν θέλουν να είναι μήτε "Μπουλγκάρ" [Βούλγαροι] μήτε "Σρρπ" [Σέρβοι] μήτε "Γκρρρτς" [Έλληνες]. Μοναχά "Μακεντόν ορτοντόξ".
[Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω, 1924]
*
Η επικείμενη ένταξη της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, χάριν της οποίας επισπεύδονται οι διαπραγματεύσεις για το όνομα της γειτονικής χώρας, σε συνδυασμό με την ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου, θα μπορούσαν να αποτελέσουν αφορμή για μια νηφάλια αποτίμηση της – επίσημης και ανεπίσημης – ελληνικής εξωτερικής πολιτικής της προηγούμενης δεκαετίας: των εθνικώς αδιάλλακτων συλλαλητηρίων, των σχεδίων του Α. Σαμαρά για «σύνορα με τη Σερβία», του εμπάργκο στην ΠΓΔΜ επί Α. Παπανδρέου, της ταύτισης με το σερβικό μεγαλοϊδεατισμό του Μιλόσεβιτς, της συμμετοχής της χώρας μας στους νατοϊκούς βομβαρδισμούς του ’99, με την έγκριση και των δύο μεγάλων κομμάτων-, αλλά και της δραστηριότητας του ελληνικού κεφαλαίου στις χώρες των Βαλκανίων, σ’ ένα «ευνοϊκό» προς λεηλασία έδαφος που, όπως φαίνεται, δημιούργησε η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Παρά το γεγονός, ωστόσο, ότι ο ελληνικός εθνικισμός έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα τα τελευταία χρόνια, η δημόσια συζήτηση περί τα Βαλκάνια ακόμα κινείται μεταξύ αντιαλβανισμού και σκοπιανοφαγίας από τη μια και ενός αντιαμερικανισμού από την άλλη, που περιγράφει αλλά δεν εξηγεί σχεδόν τίποτα. Είναι σ’ αυτό το πλαίσιο που η γνωστή τρόικα Άνθιμου – Καρατζαφέρη – Ψωμιάδη, με τη συνδρομή μερίδας των ΜΜΕ που επί χρόνια «εκπαιδεύουν» την ελληνική κοινωνία στο σωβινισμό, μπορούν ακόμη να παίρνουν «εθνοσωτήριες πρωτοβουλίες» απολύτως νομιμοποιημένες για μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Το γεγονός πως πολύ συχνά πρόκειται για κοινές σαχλαμάρες δεν τις κάνει λιγότερο επικίνδυνες. Το αντίθετο, μάλιστα.
Οι υπογράφουσες και υπογράφοντες υπενθυμίζουμε τα αυτονόητα: δεν υπάρχει κανένα «εθνικό συμφέρον» που να διακυβεύεται αν δοθεί η δυνατότητα στη γειτονική χώρα να διατηρήσει τη συνταγματική της ονομασία και δεν υπάρχει καμιά «αλβανική απειλή» που δήθεν συνδέεται με την ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου – πόσο μάλλον που αυτή η τελευταία είναι προϊόν ενός πολέμου που φέρει και την ελληνική υπογραφή. Η απειλή για την ειρήνη και την πολυεθνική συμβίωση είναι, στην πραγματικότητα, η φονική μηχανή που λέγεται ΝΑΤΟ – αυτής που στηρίζει και η χώρα μας εδώ και δεκαετίες. Προϋπόθεση για την άρση αυτή της απειλής, λοιπόν, είναι η διάλυση του ΝΑΤΟ με τη διατήρηση της εκατέρωθεν «εθνικής αδιαλλαξίας» και των διαιρέσεων, αυτό παραμένει ανέφικτο. Δεδομένου ότι μέχρι σήμερα ο εθνικισμός – όχι μόνο «των άλλων», αλλά και ο «δικός μας» – έχει «νομιμοποιήσει» πολέμους, έχει «ενθαρρύνει» εθνοκαθάρσεις και έχει δημιουργήσει κύματα μεταναστών και προσφύγων, δηλώνουμε ότι δε θα αφήσουμε τους κατά φαντασία μακεδονομάχους να δηλητηριάσουν την ελληνική κοινωνία με πολεμικές ιαχές και να υπονομεύσουν ακόμα περισσότερο την ειρήνη και την αλληλεγγύη ανάμεσα στους λαούς των Βαλκανίων.
[κείμενο παρέμβασης στη 'αυγή', 13/3/2008 [via аgit prop]] *1.
Το ζήτημα της ονομασίας της Δημοκρατίας της Μακεδονίας είναι ζήτημα
πολιτικό και όχι
ιστορικό. Σε ζήτημα ιστορικό το μετατρέπουν οι εθνικιστές και οι κρατικοί ιθύνοντες, όποτε τους συμφέρει, προκειμένου να μπερδεύουν τα πράγματα και να προωθούν τις θέσεις τους. Η αναγωγή της πολιτικής στην ιστορία είναι ένα πολύ πρόσφορο τέχνασμα, καθώς, ως γνωστόν, η «ιστορία» στην οποία πιστεύουν και την οποία επικαλούνται οι εθνικιστές κι οι πατριώτες και την οποία διδάσκουν τα κράτη στα σχολεία τους είναι, στο μεγαλύτερο μέρος της, καθαρό ψέμα, κατασκευασμένο για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Στην προκείμενη περίπτωση όλοι αναφέρονται στο Φίλιππο, τον Μ. Αλέξανδρο και τους αρχαίους Μακεδόνες, θέλοντας να αποδείξουν ότι οι σημερινοί Μακεδόνες δεν έχουν κανένα δικαίωμα να δηλώνουν απόγονοί τους. Ωστόσο αποφεύγουν, εντελώς συνειδητά και συστηματικά, κάθε αναφορά στην ύπαρξη της
μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, η οποία αναφέρεται διαρκώς μέχρι και σε κρατικά έγγραφα του Νεοελληνικού Κράτους του δευτέρου μισού του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα (όπως π.χ. τα πορίσματα του στρατιωτικού ακόλουθου της ελληνικής πρεσβείας στην Κων/πολη, Π. Κοντογιάννη που μιλούν ρητά για Μακεδονική εθνότητα
). Εξάλλου το αν θέλει κάποιος να δηλώνει απόγονος του Μ. Αλεξάνδρου ή οποιουδήποτε άλλου ιστορικού προσώπου –ακόμα κι αν, όπως στην περίπτωση των Μακεδόνων, δεν υπάρχει καμία ιστορική συνέχεια-, όταν μάλιστα τίθεται στο επίπεδο δημιουργίας ενός καινούργιου εθνικού κράτους, το οποίο, ως τέτοιο, «οφείλει» να δημιουργήσει εκ του μηδενός μια συνεκτική εθνική ιδεολογία, είναι ζήτημα πολιτικής και όχι ιστοριογραφίας. Εκτός κι αν πιστεύουμε ακόμα ότι το έθνος ορίζεται όχι πολιτιστικά/φαντασιακά, αλλά βιολογικά, με βάση το αίμα
. Αν όμως συμβαίνει κάτι τέτοιο, είμαστε μόνο ένα βήμα πριν τον καθαρό ναζισμό.
2.
Αυτό που τόσο οι εθνικιστές όσο και το Ελληνικό Κράτος προσπαθούν με κάθε τρόπο να συγκαλύψουν είναι η ύπαρξη
μακεδονικής μειονότητας στη Βόρεια Ελλάδα και η ύπαρξη
μακεδονικής γλώσσας που μιλιέται ή, τουλάχιστον, μιλιόταν απ’ αυτή τη μειονότητα (και τη
μακεδονική εθνότητα συνολικά, της οποίας κομμάτι αποτελεί η εν λόγω μειονότητα)
. Η στάση αυτή του Ελληνικού Κράτους δεν είναι παρά η συνέχεια της μεθοδευμένης και συστηματικής
εθνοκάθαρσης που εφάρμοσαν οι ελληνικές αρχές από το τέλος του Α’ Π. Π. κι εδώθε (με επίσημη έναρξη το 1927) ενάντια στους Μακεδόνες της Ελλάδας και στη γλώσσα τους (φυλακές, εξορίες, βασανισμοί, απαγόρευση της γλώσσας ακόμα και στις ιδιωτικές τους σχέσεις και συναλλαγές, τελετές δημόσιας αποκήρυξής της, αλλαγές τοπωνυμίων και ονομάτων κ.λπ.). Η άρνηση της ύπαρξης της μακεδονικής μειονότητας είναι το πιο σταθερό επιχείρημα ενάντια στην αναγνώριση της FYROM ως
εθνικού κράτους των Μακεδόνων (της μακεδονικής δηλαδή
εθνότητας, του λαού που άλλες φορές αναφέρεται ως «Σλαβομακεδόνες»), το οποίο, ως τέτοιο, θα είχε δικαίωμα στη χρήση του όρου «Μακεδονία» ως ονομασία του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι την ίδια ακριβώς τακτική ακολουθούν κι οι Βούλγαροι εθνικιστές, οι οποίοι επίσης δε δέχονται την ύπαρξη Μακεδονικού έθνους και θεωρούν τους Μακεδόνες της FYROM Βούλγαρους.