25.12.06

αλέξης μπίστικας, vii















φωτό από τη σειρά 'σπαστά ελληνικά-οχτώ φωτογραφίες του αλέξη μπίστικα'
τεύχος 5, φεβρουάριος 1992, περιοδικό 'κοντροσόλ στο χάος'.

όσο κοιτάω τις φωτογραφίες και τις επιλογές των θεμάτων στο αφιέρωμα του 'κοντροσόλ' για τους ξένους στην ελλάδα, τόσο συνειδητοποιώ πόσο λείπει η ματιά του αλέξη. αυτή ήταν και μία από τις παράπλευρες σκέψεις μετά το εξαιρετικό 'δύο' του δημήτρη παπαϊωάννου. για το λόγο αυτό από τις 23.12 έχω ανεβάσει ένα λήμμα στο ελληνικό wikipedia για τον αλέξη μπίστικα . όποιος θέλει, μπορεί να συνεισφέρει κείμενο, πληροφορίες ή απλά να κάνει διορθώσεις. θα ευχόμουν κάποια στιγμή το λήμμα να γίνει πλήρες, περιλαμβάνοντας περισσότερα βιογραφικά στοιχεία όσο και μια αποτίμηση της δουλειάς του. μια ελάχιστη χειρονομία ότι δεν ξεχνάμε τον αλέξη.











22.12.06

αλέξης μπίστικας, vi





















χαμένα



τα μελίσσια κι οι πευκοβελόνες



του βουνού













πρωϊνά με porridge αντί



και flexi συναισθηματικά συμβόλαια



πρόχειρα γραμμένα



σε κάρτες επιβίβασης









χώρα υποδοχής;



καμία




[ας είναι]



















τα μάρμαρα (1989) σενάριο-σκηνοθεσία: αλέξης μπίστικας #φωτογραφία: ian dodds#μοντάζ: robert headgreaves, αλέξης μπίστικας#ήχος: brendan taylor#σκηνικά: δημήτρης παπαϊωάννου# ηθοποιοί: σταύρος ζαλμάς, rosamond freeman-attwood, reina james#παραγωγή: εκκ, goldsmiths' college#16mm, έγχρωμο, 14', οπτικός μονοφωνικός




20.12.06

αλέξης μπίστικας, v


το ξέφωτο (1993)














το hampstead heath, που γυρίστηκε το 'ξεφωτο', είναι το μεγαλύτερο πάρκο στην πόλη και το πιο πολυσύχναστο μέρος για ψωνιστήρι. το καλοκαίρι μαζεύει πολύ κόσμο, οι περισσότεροι γύρω απ' τις λίμνες και το lido. έμαθα για το 'heath' από τον ashley που παλιά δούλευε εκεί σε προγράμματα παρέμβασης για safe sex. μοίραζε προφυλακτικά, lube και φυλλάδια στους κυνηγούς. μερικές φορές, ιδίως τα βράδια του χειμώνα, ψιλοφοβόταν όπως στέκονταν με τον φακό μέσα στο κρύο. απ' αυτά που έχει δει ο ashley, ξέρω και γω για το 'heath'. δεν έχω πάει ποτέ, είναι μακριά. βολευόμουν στο δικό μου 'heath', στο νεκροταφείο της γειτονιάς.



το νεκροταφείο έχει πολύ πράσινο, γκρεμισμένα κτίρια (απομεινάρια της προηγούμενης χρήσης της έκτασης) και στενά μονοπάτια. όταν έχω παρέα, πάω για βόλτα...εκεί μια φορά είχα βάλει τον jarek να ποζάρει, βάζοντας το κεφάλι του πάνω από ένα ακέφαλο αγγελάκι. την έχω κρατήσει αυτή τη φωτογραφία, ξέχασα όμως τα μάτια του όπως με κοιτούσαν πάνω από το ακρωτηριασμένο άγαλμα. αν είμαι μόνος μου κατεβαίνω συνήθως τις καθημερινές, κατά το μεσημεράκι. όποτε τύχει κάτι, προτιμώ να γίνεται επι τόπου και χωρίς λόγια. τελειώνοντας, η ματιά μου χάνεται στον ουρανό, τον καδραρισμένο από τα ψηλά δέντρα του νεκροταφείου, ή πέφτει πάνω σε υγρές, επιτάφιες πλάκες. όπως εκείνο το απόγευμα της τετάρτης, που βλέποντας το επίγραμμα









'in affectionate remembrance of our beloved daughter



ann bardsley



who died on the 19th of June 1957



at the tender age of 16'










υποψιάστηκα, για πρώτη φορά, πως με τον καιρό κι οι οργασμοί μου θα αποκτήσουν συνείδηση.

18.12.06

αλέξης μπίστικας, iv

δυο νύχτες ανταμώσανε πάνω στα δάκρυα μου











η νύχτα που σε γνώρισα









σπάρτη-λονδίνο-σπάρτη{ενθύμιο}






κι η νύχτα που χωρίζουμε



















η γραβάτα(1991)# σκηνοθεσία-σενάριο: αλέξης μπίστικας# φωτογραφία: ian dodds # ήχος: αργύρης λάζαρης, alia syed#σκηνικά: bella kerr, carole bellon#κοστούμια: ντίνα τσίχλη#ηθοποιοί: σταύρος ζαλμάς, matt whittle, reina james, κώστας πολίτης, άγγελα μπρούσκου, αννέτα παπαθανασίου# παραγωγή: ετ-1, εκκ, zorika films#16mm, ‘εγχρωμο, 50'.

16.12.06

αλέξης μπίστικας, iii

OI KOKKINEΣ ΚΗΛΙΔΕΣ ΣΤΟ ΔΕΡΜΑ ΣΟΥ








Ήταν άνοιξη, εποχή της ψυχωφέλειας, όταν οι τηλεοράσεις φωσφόριζαν στα δωμάτια όπως ακριβώς ο ουρανός. Τα πουλιά είχαν έρθει στη μόδα και κατά τις εκπτώσεις οι δρόμοι γέμιζαν με φτερουγίσματα μέσα σε πλαστικές σακούλες. “Τώρα που ανθίζουν τα θερινά σινεμά”, έλεγαν οι υγιείς εραστές, “πάμε στη γωνία να αγοράσουμε μία τυρόπιτα και μια τυρόπιτα”. Στα υφάσματα εμφανίζονταν ματιέρες που ανοιγόκλειναν έκπληκτα ματοτσίνορα.



Όμως ο Μπίλ, το κακό εητζόνι, δεν είχε που να πάει. Δεν ήταν γι’ αυτόν η χαρμόσυνη ψυχωφέλεια. Το κακό εητζόνι είχε ημερομηνία λήξης στο μανίκι του. Έκανε μια βόλτα στη λεωφόρο που οι αγορίνες πουλιόντουσαν νταμιρωμένες και άκουσε τους φορτηγατζήδες να κατεβαίνουν από τα φορτηγά τους, να κατεβάζουν το φερμουάρ τους και να λένε: “Χωρίς προφυλακτικό. Αυτό το έτζη δεν το πιστεύω. Είναι προπαγάντα.” Και είδε τις διάσημες αδελφές Τερηδόνα να τους δέρνουν με περούκες και να ρίχνουν σπρέϋ στα αναίσθητα κορμιά τους. Το κακό εητζόνι κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι του και έτσι θυμήθηκε ένα μέρος που ίσως θα μπορούσε να πάει. “Είναι ένα καφενείο με αλήτες και κλεφτρόνια” του είχαν πει κάποτε. Χωρίς ενθουσιασμό πήρε το δρόμο για το λιμάνι. Όταν έφτασε, έφτιαξε καφέ μόνος του γιατί όλοι έλειπαν για δουλειές. Αφού ήπιε το φοβερό ζουμί αποφεύγοντας να διαβάσει τα κατακάθια, έφυγε αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Περπατώντας στους άδειους δρόμους συνάντησε μια παιδική λύπη με κούνιες από λάστιχα και μπήκε.



Eκεί που έκανε τραμπάλα μόνος του εμφανίστηκε ένας που μέτραγε πολύ. Ήρθε κοντά, τον έπιασε γερά και εκεί που πήγαινε να τρομάξει, τον κοίταξε στα βαθιά μάτια και είπε: “Eίμαι κι εγώ σαν και σένα. Εγώ είμαι ο Αργύρης, το καυτό εητζόνι, από μάνα διάμεσο και πατέρα σιδερουργό. Εδώ μέσα σ’ αυτή την παιδική λύπη ήταν γραφτό να σε συναντήσω να κάνεις τραμπάλα μόνος σου. Ο τρόμος σου θα τρομάξει τον τρόμο μου και θα μπορούμε μαζί να είμαστε γενναίοι. Εκεί που δεν πιάνει μελάνι θα γράψουμε την υγεία, τους υγιείς και το προφυλαγμένο σεξ. Θα μπορούμε να το κάνουμε ο ένας στον άλλον άρρωστα και οι οργασμοί μας θα είναι λουτρά αίματος. Οι κόκκινες κηλίδες στο δέρμα σου θα είναι στα μάτια μου ματιέρες ψυχωφέλειας και ο φόβος του επικείμενου θανάτου σου μια τσιγαριά στο μπράτσο μου”. Με κομμένη την ανάσα ο Μπιλ το κακό εητζόνι ρώτησε: “Δηλαδή θα μπορούμε να βουτάμε την ίδια σύριγγα μέσα σε ένα σαγκουίνι; Oι καινούργιες μας μολύνσεις θα είναι τα έγχρωμα παιδιά μας; Kαι θα μας περάσει απ’ το μυαλό πως ίσως ο ιός ΗΤLV3 είναι κι αυτός ένα ζώο με δικαιώματα που δύσκολα επιζεί στον αέρα;”. Ναι, του απάντησε ο Αργύρης το καυτό εητζόνι και έγιναν αιμαδελφοί με ημερομηνία λήξης καθώς κυλούσαν στην τσουλήθρα.

15.12.06

αλέξης μπίστικας, ii

ΑΜΒΟΥΡΓΟ










Οι τουρίστες στα πλοιάρια χαιρετούν τους εργάτες των μεγάλων καραβιών. Οι ντόπιοι ανταπαντούν ειρωνικά από ψηλά. Μόνο οι σκούροι χαιρετούν ειλικρινά. Σ’ αυτήν την πολιτεία του χοντρού εμπορίου και της αλατόσουπας, όπου οι κοπέλες χαμογελούν μισοηλεκτρικά πίσω από τις βιτρίνες, όπου τα οικοδομήματα ορθώνουν φόβο και οι εκκλησίες σε συνθλίβουν, όπου δεκατετράχρονα σου δείχνουν ροζ κορμιά στα περιοδικά και μετά το δικό τους ροζ κορμί, κι όταν δουν πως δεν τα παίρνει σου χαρίζουν τα μάτια τους μεθυσμένα, σ’ αυτή την πόλη υπάρχει και μια κοπέλα που άφοβη σε πλησιάζει με το ποδήλατο μες τη νύχτα, ένας νεαρός που δουλεύει στην όπερα, διασκεδάζει στους θάμνους, και πιστεύει στους αγγέλους, η παχιά αδελφή που μέσα σ’ ένα ροζ σύννεφο που είναι το μπαρ της ξαφνικά σε κερνά ένα πικρό ποτηράκι φράουλα, ο ξένος μηχανικός με το λουλουδάτο πουκάμισο, που κάθε χαραγματιά στα χέρια του στάζει αγάπη, και καθεμιά στο πρόσωπό του χαμόγελο.
Σ’ αυτό το γερμανικό λιμάνι, τους ξένους τους φιλοξενούν μόνο ξένοι.









Ιnter-Rest Hotel



21 Μαΐου 1991


αλέξης μπίστικας, i

ΤΟ ΦΙΛΙ










Τω καιρώ εκείνω βρισκόμουν για λίγες μέρες στην πατρίδα, μακριά από τη χώρα των σπουδών μου. Στο νησί, η δίψα μου για ήλιο μούλιασε με βροχή και άνεμο. Μέναμε σε ένα χαμηλό σπίτι στη μέση ενός αγριεμένου κήπου. Το δικό μου δωμάτιο ήταν ανεξάρτητο. Παραδινόμουν σε έναν ύπνο βαθύ και ασυμβίβαστο.

Τα χτυπήματα της καμπάνας με βρήκαν πάνω από το κρεβάτι μου να εκτελώ ιλιγγιώδεις ταλαντώσεις στο σκοτάδι. Το νερό άφησε το πρόσωπό μου σε ένα απόγεμα που είχε μαλακώσει από τη βροχή και, αδύναμο να σκεφτεί, είχε αρπαχτεί από τα χτυπήματα της καμπάνας. Το σπίτι ήταν άδειο. Οι άλλοι έλειπαν στη γειτονική πόλη, χαμένοι στη λατρεία των παχύσαρκων θεών τους.

Παραμέρισα τη σκουριασμένη εξώπορτα και πάτησα τα υγρά λουλούδια του κήπου (θυμήθηκα πως “άκου” σημαίνει “μύρισε” στην τοπική διάλεκτο). Πλησίασα τα χτυπήματα της καμπάνας και τις ψαλμωδίες.

Το εκκλησάκι ήταν βαμμένο με τις μπογιές των καϊκιών και φωτισμένο δυνατά. Εγώ περίμενα την κατάνυξη που μου έλειπε από τους άλλους, μα οι γυναίκες μιλούσαν δυνατά και σκουντιόντουσαν. Η ανδρική παρουσία ήταν: ο παπάς, οι ψαλτάδες και, κλεισμένα στο ιερό, τα παπαδοπαίδια που είχαν φορέσει άμφια πάνω από τα σόρτς, και είχαν ανταλλάξει τα αεροβόλα για τα ιερά σκεύη. Αραιά και πού μόνο έμπαινε ένας άντρας, άναβε κερί σαν παραστράτημα, κι έφευγε αμέσως.

Ήταν εκεί κι ο άγιός μου ανάμεσα σε άλλες εικόνες, ένας φτωχοντυμένος νεαρός. Οι ψαλμωδίες και τα Ευαγγέλια τσιτσιριζόντουσαν στην τοπική προφορά, όταν μπήκε στην εκκλησία λίγος παγωμένος αέρας. Η μαυροντυμένη γυναίκα πίσω μου είπε: “Που είσαι παιδί μου τόση ώρα, όπου να ’ναι θα βγει ο Σταυρός”.

Στεκόταν αναμαλλιασμένος μέσα στην πρώτη του εφηβεία. Στο ξεβαμμένο δέρμα λάμπανε δύο μεγάλα μάτια. Τα χείλια λαχανιασμένα, οι μπούκλες βρεμμένες, ασουλούπωτα ρούχα, χέρια και γόνατα πληγιασμένα στην αγριότητα ομαδικών παιχνιδιών. Τον ανάγκασαν να έρθει να προσκυνήσει, κι αυτός αργοπόρησε για ένα τελευταίο κυνηγητό. Μα αν ήτανε τοιχογραφία, θα ταίριαζε σε υπόγεια σπηλιά της θάλασσας.

“Άντε προχώρα τώρα” ακούγεται η μάνα, και εκείνος διστάζει ανάμεσα στις εικόνες, και σταματά μπροστά σε μία. Τα πόδια ανασηκώνονται, τα χείλια ενώνονται, και ο μικρός δίνει ένα δυνατό φιλί στην εικόνα του αγίου μου. Η θερμότητα αναβλύζει και ανθίζει στο πρόσωπό μου. Ο νεοφερμένος έρχεται και στέκεται ανάμεσα στη μάνα του και μένα. Είναι ακόμα λαχανιασμένος και η χλιαρή ανάσα του μπλέκεται με τη λειτουργία. Περνάει η ώρα. Η μουσική, το λιβάνι, οι εικόνες, και, ξανά από το πορτάκι λίγος παγωμένος νυχτερινός αέρας.

Δρασκέλισα βιαστικά τις γυναίκες και βγήκα. Το προαύλιο ήταν άδειο. Ο χωματόδρομος έρημος. Δεν ήταν πουθενά. Το υγρό χώμα μύριζε δυνατά. Πέρα έλαμπε μια PIZZA, ένα RESTAURANT, ένα BAR. Δωμάτια έφεγγαν στο φως της τηλεόρασης. Από μακριά ερχόταν επαναληπτικός ο ρυθμός μιας DISCOTEQUE. Στο γυρισμό τα χέρια μου κρέμονταν άδεια και αδύναμα.

Το χαμηλό μας σπίτι περίμενε στο τέλος του δρόμου. Πέρασα τη σκουριασμένη εξώπορτα και ετοιμάστηκα να αντιμετωπίσω τους άλλους, που είχαν πια επιστρέψει από το γλέντι τους.

13.12.06

H εναλλακτικότητα, ή η διαφορετικότητα από μόνες τους δεν παράγουν ανταγωνισμό όπως επίσης κι ο αντισυστημικός λόγος που δεν ανάγεται σε βάσεις άρνησης που να στηρίζουν και να στηρίζονται από το συλλογικό και τη διαρκή αναγέννησή του.


Το συλλογικό εφευρίσκεται ξανά και ξανά και συγκροτεί τις ζωές μας με κάθε δυνατό τρόπο.


Η αντικουλτούρα ως έκφραση και ως αναζήτηση του συλλογικού γίνεται ένα υπέροχο, πάντα καινούργιο "εμείς".


Το ξεπέρασμα της τέχνης είναι το ξεπέρασμα της μοναξιάς.


Τα πολλά δεν κάνουν το ένα- το ένα κάνει τα πολλά.






















από το ζιν 'σανγκάη', #1