*
σα να χάνομαι σ’ αυτόν το σκοτεινό, φιδίσιο δρόμο. δεν έχω τίποτα πάνω μου παρά μόνο τον χάρτη της πόλης και ένα ματσάκι χαρτονομίσματα. από δίπλα μου περνάνε αυτοκίνητα, ταξί και τουκ-τουκ [τα τρίκυκλα με τα ζωηρά χρώματα-το σαλόνι και το κάλυπτρο πάντα ασορταμάν]. συνεχίζω, παλαντζάροντας ανάμεσα στη δίψα για εξερεύνηση και την αβεβαιότητα που μου δίνει μια γειτονιά πιθανόν γλυκιά αλλά προς το παρόν ξένη. ξαφνικά, βρίσκω τον προσανατολισμό μου. κινούμαι πλέον παράλληλα προς τη δανέζικη πρεσβεία. από την αυλή ακούγονται δυσοίωνα κοάσματα χιλιάδων βατράχων. χιλιάδων. χιλιάδων. χιλιάδων. χιλιάδων. γαμημένων βατράχων.
*
η σάουνα μπάμπιλον διαφημίζεται σα μια απο τις ‘δέκα καλύτερες του κόσμου’. είναι τεράστια. ντίσκο, πισίνα, όροφοι, ημιόροφοι, σκάλες, γυμναστήρια, δωμάτια, παραδωμάτια... η περιήγηση μου τελειώνει σχετικά γρήγορα. η όλη χλιδή με κουράζει. έτσι κι αλλιώς το κόλπο σ’ αυτή τη χώρα δεν είναι να απολαύσεις το σέρβις, ούτε την πολυτέλεια με την οποία σου προσφέρεται. το κόλπο είναι η ανταπόδοση στο χαμόγελο των ανθρώπων, η παράδοση στη γαλήνια επιτρεπτικότητα του βουδιστικού ζην. οι γεύσεις των θαλασσινών. οι ήσυχες παραλίες της ανατολικής ακτής. το ζέσταμα των συνεσταλμένων αισθήσεων... ενώ στεγνώνω τα μαλλιά [κι εγκαταλείπω τις σκέψεις μου] γνωρίζω τον φαμπρίς. πολύ σύντομα, επιβεβαιώνει τη θεωρία μου για τους βέλγους: οι πιο χύμα ευρωπαίοι. απο τη μπάμπιλον τα soi του σίλομ δεν είναι μακριά. το ταξί όμως αργεί. όλα κινούνται γρήγορα εκτός από τη ροή της κυκλοφορίας. ο φαμπρίς γεμίζει την ώρα με ιστορίες απο την πόλη. έρχεται κάθε δύο μήνες, πότε για δουλειά, πότε έτσι. του αρέσουνε πολύ τα τάι αγόρια. μόνο για φίλοι, διευκρινίζει. [δεν τον πιστεύω].
*
το soi δύο και το soi τέσσερα έχουνε κίνηση, πολύς κόσμος κάθεται έξω στα πεζοδρόμια. μέσα και κυρίως στα πάνω πατάρια, όλα έχουνε μία τιμή. ένα μικροκαμωμένο αγόρι μας φέρνει μπύρες. στη συνέχεια μας ρωτάει αν θέλουμε κάτι άλλο. κολλάω, χαμογελάω σαν ηλίθιος ενώ μου ‘ρχονται [πάλι] κατακλυσμιαίες σκέψεις. [δωδεκάχρονη σάρκα, πρωτεύουσα του σεξοτουρισμού, michel houellebecq- atomised, δυτική ντέκα, φλες ντιλίβερυ στο δωμάτιο του ξενοδοχείου αμέσως μόλις φτάνεις].
-για ότι παραπάνω χρειαστείς πέρνα από πάνω, με διακόπτει με επαγγελματικό ζήλο και τσαχπινιά μαζί.
ακολουθώ το φαμπρίς, ξέρει καλύτερα. θα πάμε στο κλαμπ, μου λέει και προσπαθεί να μου μεταδώσει τον ενθουσιασμό του. στο dj station, απορροφάω την ενέργεια μιας πόλης μεγάλης. κάθε ειδών κλίκες. τάι , δυτικοί, και τα δύο μαζί. στη δική μας παρέα ένα μαυράκι απο το λος άντζελες, ένας ινδός που μένει στη γκάνα, κάτι γάλλοι, ένα ζευγάρι ιταλών. [οι εναλλασσόμενοι κάτοικοι του πλανητικού μου χωριού]. τα τάι αγόρια πλησιάζουν διακριτικά, το αναγνωριστικό τους σήμα είναι μία τσιμπιά στα πλευρά. αν ανταποκριθείς- μια ματιά, ένα χαμόγελο ή μια χειρονομία- σε κοιτάνε επίμονα και απ’ τα μάτια τους ξεχειλίζει ζωντοβολίστικη ενέργεια. χουφτώνουν με κάποιο δόλο μα χωρίς καθόλου ενοχές. ούτε στο βλέμμα, ούτε στις κινήσεις.
*
το κλαμπ κλείνει στις δύο. κατεβαίνουμε το στενό διάδρομο προς τον κεντρικό δρόμο του σίλομ. στο πάτωμα γριούλες πουλάνε κολιεδάκια από λευκά άνθη. τα φοράμε στο λαιμό, στα χέρια και στα αυτιά. ένα παιχνίδι για να γίνουν τα τελευταία ζευγαρώματα ενώ η δυνατή βροχή ξεπλένει τις πρωϊνές επιθυμίες. [είναι παρασκευή. οκτώ σεπτεμβρίου. και είναι η εποχή των μουσώνων]. τα φώτα στο δρόμο είναι κι αυτά δυνατά αλλά οι περισσότεροι πάγκοι έχουνε ήδη μαζευτεί. μένουν μόνο κανα δυο που σερβίρουν ακόμα φαγητό. στέκομαι ασυναίσθητα μες στη βροχή για να σβήσει η κάψα στο σώμα μου [που δεν έσβησε πριν στην έρημη σάουνα]. συνεχίζουμε σ’ ένα απερίγραπτο άφτερ το οποίο είναι στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας. η νύχτα τράβηξε πολύ, το μόνο που θέλω είναι να φύγω. να φύγω, ναι, αλλά να μη φύγω μόνος μου. σε κοιτάω εξονυχιστικά. μετά σε ρωτάω αδιάφορα που είναι ο φαμπρίς. ο φαμπρίς θύμωσε μου λες γιατί είμαστε μαζί. μα δεν του υποσχέθηκα τίποτα, σου κάνω. τι να εξηγείς όμως,... είμαστε πολύ κοντά. ‘you are cute’ σου λέω και θέλω να ακουστεί καθαρά ‘so are you’ και ακούγεσαι και συ καθαρά. φεύγουμε σχεδόν αμέσως. το μενού απόψε έχει ελ.έι.
*
το αεροδρόμιο είναι γεμάτο απο περίπτερα για μασάζ. την πέφτω σ’ ένα για αρκετή ώρα. πίνω ένα χυμό ντράγκον. είμαι έτοιμος για το ταξίδι. όπως περιφέρομαι άσκοπα στους διαδρόμους, θυμάμαι σαν πέρυσι τέτοιo καιρό, το περιστατικό στις αφίξεις.... από τη μια μεριά έρχεται ένας ώριμος άντρας, με μαλλιά γκρίζα. η κοιλιά του πεταγόταν έξω απο το υπόλοιπο σώμα και το πουκάμισό του έδειχνε κολλημένο τσίτα-τσίτα. απέναντι του τον περιμένει ένας νεαρός. είναι ομορφούλης, περιποιημένος, με τρέντυ ρούχα και ηλικία που, όπως με τους περισσότερους τάι, δεν μπορώ να προσδιορίσω. διασχίζουν τον κόσμο και ανάμεσα στα τόσα σμιξίματα που δεν πρόσεχα, αγκαλιάζονται κι αυτοί κι αναφωνούν δυο-τρείς λέξεις αγάπης. εκείνη τη στιγμή, όμορφα όσο κι αναπάντεχα, στα πρόσωπά τους, στον κάπως κουρασμένο εναγκαλισμό, είδα να ανθίζουν αναγεννημένες επιθυμίες. δεν ξέρω αν ήταν οργασμικά ή συμβιβασμένα, δε με ένοιαζαν οι όποιες διαφορές τους. μια πίστη μόνο όπως έβλεπα τον έναν στην αγκαλιά του άλλου... πως σημασία [τελικά] έχει μοναχά να ανθίζουν.